ανακάλεμα

ανακάλεμα
τό
1) зов; окрик; 2) см. ανακαλητό

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανακάλεμα" в других словарях:

  • ανακάλεμα — και κάλεσμα ή κάλημα, το 1. το να καλεί κανείς κάποιον μεγαλόφωνα, φωναχτά 2. αναγγελία, διακήρυξη 3. θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι 4. επίκληση όρκου, υποσχέσεως ή ομολογίας 5. ανάμνηση, αναπόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανακάλεμα < ανακαλώ. Οι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ανακάλεμα — το, ατος μεγαλόφωνο κάλεσμα: Άκουσε το ανακάλεμά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»